Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Top 10 του μήνα
- Πώς λέγονται οι κότες στην καθαρεύουσα;
- Κυριάκος Κουκουλομάτης [βιογραφικό]
- Τι σημαίνει η ιταλική φράση "colpo grosso";
- Πόσο ύψος έχει η ελληνίδα ηθοποιός Κατερίνα Γερονικολού;
- Τι ύψος έχει η Σμαράγδα Καλημούκου;
- Δεν μπορώ να καλέσω το 100. Βγαίνει το 112 έκτακτης ανάγκης. Τι κάνω;
- Τι να κάνω αν πατήσω αχινό;
- ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΦΡΑΣΗ : ΠΟΤΕ ΣΟΥ ΚΑΙ ΜΗ ΣΩΣΕΙΣ?
- ΚΑΤΙΑ ΤΑΡΑΜΠΑΝΚΟ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
- Πόσα βυζιά έχει η αγελάδα;
Είδαν Πρόσφατα
- Τι σημαίνει η ιταλική φράση "colpo grosso";
- Πώς λέγονται οι κότες στην καθαρεύουσα;
- Κυριάκος Κουκουλομάτης [βιογραφικό]
- Δεν μπορώ να καλέσω το 100. Βγαίνει το 112 έκτακτης ανάγκης. Τι κάνω;
- Πόσα βυζιά έχει η αγελάδα;
- Τι ύψος έχει η Σμαράγδα Καλημούκου;
- Ποιοι ηθοποιοί παίζουν στο «Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής»;
- Αθηναϊκή Λέσχη - Athens club
Με τον όρο Ροκοκό αναφερόμαστε στην τεχνοτροπία που διαδέχθηκε το μπαρόκ και αναπτύχθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, κυρίως στη Γαλλία. Ως καλλιτεχνικό ρεύμα, εκδηλώθηκε κατά κύριο λόγο στη ζωγραφική, τη διακόσμηση και την αρχιτεκτονική. Στη μουσική το αντίστοιχο καλλιτεχνικό ρεύμα ονομάζεται ως επί τω πλείστω «στυλ γκαλάν» (style galant), με κύριους εκπροσώπους τον Ζαν Φιλίπ Ραμώ, τον Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν καθώς και άλλους συνθέτες που συνήθως εντάσσονται στο προηγηθέν ύφος του μπαρόκ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ύφος του ροκοκό εμφανίστηκε στη Γαλλία περίπου το 1710 και διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη - κυρίως στη Γερμανία, την Ιταλία και την Αυστρία, κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Η καθιέρωσή του συνέπεσε χρονικά με την βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΕ΄ καθώς και με μία γενικευμένη αντίδραση στο αυστηρό ύφος της μπαρόκ αισθητικής. Το τέλος του ροκοκό τοποθετείται περίπου στη δεκαετία του 1760 όταν σταδιακά αντικαθίσταται ως κυρίαρχη καλλιτεχνική τάση από το ρεύμα του νεοκλασικισμού.
Κύριοι εκφραστές του ροκοκό ήταν ο Αντουάν Βαττώ (1684-1721), του οποίου η ζωγραφική του απεικόνιζε τα οράματά του για μία ζωή χωρίς δυσκολίες και καθημερινές ανάγκες, ο Φρανσουά Μπουσέ (1703-1770), ο Ζαν Νατιέ (1685-1766) και ο Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ (1732-1866).